ἀνατροφή — education fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατροφή — η 1. το μεγάλωμα ενός ανήλικου: Ουσιαστικά την ανατροφή του την είχαν αναλάβει ο παππούς και η γιαγιά του. 2. ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση του ανήλικου: Δυστυχώς η ανατροφή του δεν ήταν καθόλου φροντισμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατροφή — Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση… … Dictionary of Greek
ἀνατροφαῖς — ἀνατροφή education fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροφαί — ἀνατροφή education fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροφήν — ἀνατροφή education fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφοκομία — η [βρεφοκόμος] 1. ανατροφή και περίθαλψη βρεφών 2. η επιστήμη που ασχολείται με την περίθαλψη και την ανατροφή των βρεφών … Dictionary of Greek
θρέπτρα — (I) θρέπτρα, ἡ (Α) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θρεπτήρ αντί θρέπτειρα]. (II) θρέπτρα, τὰ (Α) 1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους 2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek